- άγραφος
- -η, -ο (Α ἄγραφος, -ον) [γράφω]1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει γραφεί τίποτε4. φρ. «άγραφοι νόμοι»νεοελλ.φρ. α) «άγραφο δίκαιο» — το εθιμικό δίκαιοβ) «άγραφος χάρτης» ή «άγραφο χαρτί»i) έγγραφο νομικά άκυρο, ανίσχυρο ή παραβιασμένοii) μτφ. λέγεται για άτομο άπειρο, αφελές, αθώο ή άβουλογ) «αυτό ήταν [ή είναι] από τ' άγραφα» — αυτό ήταν [ή είναι] αναπάντεχο, απρόσμενο ή παράδοξοαρχ.1. αυτός που δεν φέρει επιγραφή, ανεπίγραφος2. φρ. α) «ἄγραφα ἀδικήματα»(κατά τον Ησύχ.) αδικήματα για τα οποία δεν αναφέρει τίποτε ο νόμοςβ) «ἄγραφα μέταλλα» — μέταλλα που εξορύσσονται κρυφά για αποφυγή καταβολής φόρουγ) «ἄγραφοι πόλεις» — πόλεις που δεν έχουν περιληφθεί στο κείμενο συνθήκης.
Dictionary of Greek. 2013.